- κακοτέχνημα
- το (Α κακοτέχνημα) [κακοτεχνώ]νεοελλ.κακοφτειαγμένο έργο, έργο κακής τέχνηςαρχ.κακό, φαύλο τέχνασμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοτεχνήμασι — κακοτέχνημα base art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοτεχνήματος — κακοτέχνημα base art neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατούργημα — το, ατος 1. έργο τερατώδες, κακοτέχνημα: Αυτή η ζωγραφιά είναι τερατούργημα. 2. πράξη ανήθικη, βρομοδουλειά: Η κλοπή είναι τερατούργημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτηνοδουλειά — η 1. φτηνή δουλειά, εργασία που γίνεται με λίγα έξοδα. 2. κακότεχνο κατασκεύασμα που έγινε με φτηνή εργασία, κακοτέχνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)